- αγριμολόγος
- οαυτός που κυνηγά άγρια ζώα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριμολόγος — ο (στην Κρήτη) ο αγριμοκυνηγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρίμι + παραγωγική κατάληξη λόγος] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
αγριμολογώ — ( άω) [αγριμολόγος] (στην Κρήτη) κυνηγώ αιγάγρους … Dictionary of Greek